συνεψώ

συνεψώ
-έω και -άω, Α
(μτγν
τ.) συνέψω*.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. τού συνέψω, κατά τα συνηρημ. (πρβλ. ἑψῶ (Ι)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • συνέψω — Α 1. βράζω ή ψήνω δύο πράγματα μαζί 2. παθ. συνέψομαι α) (για καρπούς) ωριμάζω β) (για μέταλλα) τήκομαι ταυτόχρονα. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἕψω «βράζω, μαγειρεύω, ψήνω»] …   Dictionary of Greek

  • συνέψημα — ήματος, τὸ, Α [συνέψω] το βρασμένο ή ψημένο μαζί με κάτι άλλο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”