Dictionary of Greek. 2013.
συνέψω — Α 1. βράζω ή ψήνω δύο πράγματα μαζί 2. παθ. συνέψομαι α) (για καρπούς) ωριμάζω β) (για μέταλλα) τήκομαι ταυτόχρονα. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἕψω «βράζω, μαγειρεύω, ψήνω»] … Dictionary of Greek
συνέψημα — ήματος, τὸ, Α [συνέψω] το βρασμένο ή ψημένο μαζί με κάτι άλλο … Dictionary of Greek